1. Όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση Σαμαρά, με την αντιδραστική πολιτική της, εξέθρεψε και ανέχτηκε τις φασιστικές δυνάμεις της Χρυσής Αυγής, συγκάλυψε και αξιοποίησε την τρομοκρατική δράση της.
Δεκάδες και εκατοντάδες δολοφονικές και κάθε είδους φασιστικές επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες και λαϊκούς αγωνιστές έμεναν στα σκοτάδια και οι δράστες τους είχαν εξασφαλίσει κυβερνητική ασυλία και παρέμεναν ατιμώρητοι. Και ήταν αυτή ακριβώς η πολιτική που αποθράσυνε και αποχαλίνωσε τη φασιστική δράση και οδήγησε στη δολοφονία του αγωνιστή Παύλου Φύσσα.Η πολιτική αυτή υπαγορευόταν από την επιδίωξη της κυβέρνησης να δυναμώσει το κλίμα της τρομοκρατίας και της καταστολής σε βάρος των μεταναστών και του λαού και δίπλα στην «επίσημη» κυβερνητική τρομοκρατία να δρα η παρακρατική, φασιστική τρομοκρατία για το χτύπημα του λαϊκού κινήματος.
Ακόμη, κυβερνητική επιδίωξη ήταν να συντηρείται μια διαρκής απειλή από τους ανοιχτούς εκπροσώπους του φασισμού για τον εκφοβισμό του λαού και την αποδοχή της κυβερνητικής πολιτικής και για το πέρασμα της αντιδραστικής θεωρίας των «δύο άκρων», έτσι ώστε να εξισώνεται ο φασισμός με την αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο που υπολόγιζαν πως με την πολιτική ανοχής και το χάιδεμα θα μπορούσε να «σοβαρευτεί» η Χρυσή Αυγή και να δημιουργηθούν γέφυρες για μια κυβερνητική συνεργασία μαζί της.
2. Τώρα, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η κυβέρνηση Σαμαρά αλλάζει, απότομα, τακτική και στάση απέναντι στη Χρυσή Αυγή, οξύνει τις σχέσεις μαζί της, διαβλέποντας πως το φασιστικό φίδι απειλεί να δαγκώσει και την ίδια, κινεί τους κρατικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπισή της και ενορχηστρώνει μια τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία εμφανιζόμενη ως «τιμωρός» του φασισμού και «εγγυητής της δημοκρατικής ομαλότητας».
Ποιες σκοπιμότητες υπαγόρευσαν αυτή την πολιτική και ποιες επιδιώξεις υπηρετούνται από την ξαφνική αλλαγή της κυβερνητικής στάσης απέναντι στη Χρυσή Αυγή;
Βασική επιδίωξη της κυβέρνησης Σαμαρά είναι να αναχαιτίσει και να αποσπάσει εκλογικές δυνάμεις από το διαρκώς ανερχόμενο ακροδεξιό ακροατήριο της Χρυσής Αυγής, να διευρύνει την πολιτική της επιρροή στη βάση της «δεξιάς πολυκατοικίας», να πάρει «κεφάλι» απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και να «αφοπλίσει» την Αριστερά, έτσι ώστε να σταθεροποιήσει την κυβερνητική εξουσία και να εξασφαλίσει τη συνέχιση και διαιώνιση της κυβερνητικής πολιτικής μέσα από μια νέα προσφυγή στις κάλπες. Αυτές είναι οι πραγματικές επιδιώξεις της κυβέρνησης Σαμαρά, και, από την άποψη αυτή, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε τη χρυσή ευκαιρία για την αλλαγή πλεύσης, αιφνιδιάζοντας όσους πίστευαν πως είναι ζήτημα χρόνου η «ανατροπή της» και δίνοντας νέα τροπή στις πολιτικές εξελίξεις. Ταυτόχρονα, κάνει «επίδειξη δύναμης» και στέλνει μήνυμα σε φασιστικές, παραστρατιωτικές και παρακρατικές δυνάμεις «εφέδρων», «απόστρατων» και εν ενεργεία, ποια είναι τα «επιτρεπτά» όρια δράσης τους και ποιος κάνει κουμάντο στη χώρα.
Ακόμη, η κυβέρνηση Σαμαρά, με αυτή την αλλαγή τακτικής, επιδιώκει να αποσπάσει πολλαπλά πολιτικά οφέλη. Να μεταθέσει και να εξαφανίσει από την πολιτική επικαιρότητα τα καταιγιστικά αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζονται και αυτά που επέρχονται, αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο από τους κύριους στόχους της πάλης του. Να εμφανιστεί πως ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθημα και ότι υπερθεματίζει στο χτύπημα των φασιστικών δυνάμεων, κρατώντας τη ρομφαία της «κάθαρσης» και φορώντας το φωτοστέφανο του εγγυητή της «δημοκρατικής νομιμότητας» και του εκφραστή της «εθνικής ενότητας».
3.Το Μ-Λ ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε το φαινόμενο του φασισμού και ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του περασμένου χρόνου που φούντωσε απότομα η Χρυσή Αυγή, διακήρυξε πως η πάλη ενάντια στο φασισμό, το ξεσκέπασμά του, και η πλήρης καταδίκη των θεωριών και της παρακρατικής, δολοφονικής δράσης των ντόπιων υμνητών του Χίτλερ, προϋποθέτει τον αδιάλλακτο και σταθερό αγώνα ενάντια στο αστυνομικό πολιτικό καθεστώς βίας και αυθαιρεσίας που επιβάλλει η συγκυβέρνηση Σαμαρά για να περάσει τα βάρβαρα αντεργατικά μέτρα προς όφελος των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.
Και ‘ότι η πολιτική που καλούσε τις «δημοκρατικές δυνάμεις» σε κοινό «αντιφασιστικό αγώνα» ή και σε κοινή πάλη ενάντια στα «δυο άκρα» ήταν μια κάλπικη πολιτική πρόταση που αποσκοπούσε να αξιοποιήσει το φόβητρο του φασισμού για να συγκαλύψει, να εξωραΐσει και να αφήσει στο απυρόβλητο τ
ην αντιδραστική κυβερνητική πολιτική. Εκεί οδηγούσε, από άλλη πλευρά, και ο προσανατολισμός όλων όσων ανέδειξαν με μονόπλευρο τρόπο την πάλη ενάντια στο φασισμό καθιστώντας τον μοναδικό και αποκλειστικό στόχο της όποιας πάλης και του όποιου τρόπου την ανέπτυσσαν. Ένας τέτοιος προσανατολισμός οδηγούσε στην υποβάθμιση αν όχι στην παραίτηση από την πάλη ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
4. Στις σημερινές συνθήκες, η κυβέρνηση Σαμαρά, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου, που συγκροτήθηκαν από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα, πρώτα-πρώτα τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, αποτέλεσαν και αποτελούν, παρά τη μεγάλη φθορά που έχουν υποστεί, τους πολιτικούς εκφραστές, τους στυλοβάτες του αστικού πολιτικού συστήματος, τους βασικούς πυλώνες της εξουσίας της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, που πάνω τους στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν τη δουλική εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας τους. Και ενάντια ακριβώς σε αυτές τις δυνάμεις, την κυβέρνηση Σαμαρά, πρέπει να στρέφονται πρώτα και κύρια τα πυρά του λαϊκού αγώνα.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αυταπάτη πως η κυβέρνηση Σαμαρά σχεδιάζει, με την πρώτη ευκαιρία, να πλήξει το «άλλο άκρο», προωθώντας την άθλια εξίσωση της δολοφονικής δράσης της Χρυσής Αυγής με τους αγώνες των εργαζομένων, με το λαϊκό και αριστερό κίνημα.
Τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση Σαμαρά ενάντια στη Χρυσή Αυγή δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το φασισμό και τη δράση του με αυτή ή την άλλη μορφή. Το δυνάμωμα της επιρροής των φασιστικών δυνάμεων συνδέεται με την όξυνση της κρίσης που περνά το καθεστώς της υποτέλειας και της ξενοδουλείας και με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Συνδέεται άμεσα με την Ελλάδα των υποδουλωτικών μνημονίων, της ανεργίας, της φτώχιας, της εξαθλίωσης και της εθνικής ταπείνωσης, των αντιμεταναστευτικών πογκρόμ, της τρομοκρατίας και της καταστολής των λαϊκών αγώνων, της αντικομμουνιστικής υστερίας και του εκφασισμού του κράτους. Ακριβώς πάνω σε αυτό το έδαφος της κρίσης και της αντιδραστικής κυβερνητικής πολιτικής γεννιέται και αναπτύσσεται ο φασισμός.
Την πραγματική πάλη ενάντια στο φασισμό μόνο ο λαός μπορεί να τη σηκώσει στους ώμους του. Και θα απαιτηθεί η πιο πλατιά αφύπνιση, συνειδητοποίηση και κινητοποίηση του δημοκρατικού κόσμου για το ξεσκέπασμα της φασιστικής προπαγάνδας και των κάλπικων, αντιδραστικών συνθημάτων της, με την ταυτόχρονη ανάδειξη των πραγματικών αιτίων που γεννούν και τρέφουν το φασισμό, την ολόπλευρη κρίση του καθεστώτος της υποτέλειας, τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας.
Τελευταία σχόλια